ενήμερος

ενήμερος
-η, -ο
1. ο γνώστης τών καθημερινών συμβάντων, αυτός που γνωρίζει καλά όσα αφορούν σε μιαν υπόθεση, γνώστης («είναι πάντα ενήμερος», «είμαστε ενήμεροι τής καταστάσεως»)
2. (λογιστ.) «ενήμερος λογαριασμός» — ο λογαριασμός στον οποίο έχουν καταχωριστεί όλες οι πράξεις ή μεταβολές που έγιναν
3. φρ. «ενήμερος στις πληρωμές του» — αυτός που καταβάλλει εμπρόθεσμα και έγκαιρα τις οφειλές του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ημέρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού 'Αγγέλου Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ενήμερος — η, ο 1. που γνωρίζει καλά όσα συμβαίνουν κάθε ημέρα. 2. που γνωρίζει όλες τις λεπτομέρειες ενός θέματος, ο πληροφορημένος καλά, ο κατατοπισμένος: Είναι ενήμερος στα πολιτικά. 3. ο μη καθυστερημένος, ο συγχρονισμένος: Είναι ενήμερος στις πληρωμές… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιαφώτιστος — η, ο [διαφωτίζω] 1. αυτός που δεν διαφωτίστηκε για κάτι, απληροφόρητος, μη ενήμερος 2. ό,τι δεν διαφωτίστηκε, δεν διευκρινίστηκε, δεν αποσαφηνίστηκε …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • ενημερότητα — η 1. η γνώση τών καθημερινών γεγονότων («ενημερότητα ειδήσεων») 2. πλήρης γνώση ενός ζητήματος, θέματος, ιδίως επιστημονικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενήμερος. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 σε έγγραφα τού υπουργείου Οικονομικών] …   Dictionary of Greek

  • ενημερώνω — (AM ἐνημερώνω και ἐνημερῶ, όω) [ενήμερος] καθιστώ κάποιον ενήμερο, γνώστη ζητημάτων, υποθέσεων ή καταστάσεων, τόν κατατοπίζω, τόν προσανατολίζω («δεν μέ ενημέρωσε έγκαιρα», «ο νέος υπουργός ενημερώθηκε στα θέματα τού υπουργείου από τον προκάτοχό… …   Dictionary of Greek

  • επήβολος — ἐπήβολος, ον (AM) 1. γνώστης, ενήμερος 2. κάτοχος ενός πράγματος (α. «φρενῶν ἐπηβόλους», Αισχύλ. β. «οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολο γίγνομαι οὐδ ἐρετάων», Ομ. Οδ.) 3. αρμόδιος, κατάλληλος αρχ. 1. ικανός, επιδέξιος 2. προσιτός, εκείνος τον οποίο μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • περιηχώ — περιηχῶ έω, ΝΜΑ αντηχώ ολόγυρα μσν. αρχ. παθ. περιηχοῡμαι 1. φημίζομαι παντού, η φήμη μου απλώνεται ολόγυρα 2. είμαι ενήμερος, έχω ακούσει φήμες αρχ. παθ. 1. κραυγάζω 2. αντηχώ* …   Dictionary of Greek

  • Βαλαντιέ, Τζουζέπε — (Giuseppe Valadier, Ρώμη 1762 – 1839). Ιταλός αρχιτέκτονας, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεοκλασικής εποχής. Σπούδασε στην Ακαδημία του Αγίου Λουκά και ταξίδεψε στη Φλωρεντία, στη Μοντένα, στο Μιλάνο και στη Μασσαλία. Το 1781, σε… …   Dictionary of Greek

  • ενημερότητα — η 1. το να είναι κάποιος ενήμερος: Έχει ενημερότητα στις ειδήσεις. 2. η πλήρης ή επαρκής γνώση θέματος, επιστημονικού ιδίως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”